surf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
surf | surfs |
surf (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | surf |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surfs |
αόριστος | surfed |
παθητική μετοχή | surfed |
ενεργητική μετοχή | surfing |
surf (en)
- σερφάρω, κάνω γουίντ σερφ
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]surf (it)