roe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
roe roes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɹəʊ/ (βρετανικό)
ομόηχο: row (σειρά, καυγάς)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roe (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]