respire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
respire < (κληρονομημένο) μέση αγγλική respiren < λατινική respiro

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹɪˈspʌɪə/
ενεστώτας respire
γ΄ ενικό ενεστώτα respires
αόριστος respired
παθητική μετοχή respired
ενεργητική μετοχή respiring

respire (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]