recueil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]recueil < → δείτε τη λέξη recueillir
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
recueil | recueils |
recueil (fr) αρσενικό
- η συλλογή