prohibit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | prohibit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prohibits |
αόριστος | prohibited |
παθητική μετοχή | prohibited |
ενεργητική μετοχή | prohibiting |
Ρήμα
[επεξεργασία]- απαγορεύω
- ⮡ Entry to the operating room is prohibited.
- Η είσοδος στο χειρουργείο απαγορεύεται.
- ⮡ Entry to the operating room is prohibited.