prohibit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας prohibit
γ΄ ενικό ενεστώτα prohibits
αόριστος prohibited
παθητική μετοχή prohibited
ενεργητική μετοχή prohibiting

prohibit (en) (επίσημο)

  • απαγορεύω
    ⮡  Entry to the operating room is prohibited.
    Η είσοδος στο χειρουργείο απαγορεύεται.