proeza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
proeza | proezas |
proeza (pt) θηλυκό
- το επίτευγμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
proeza | proezas |
proeza (pt) θηλυκό