process

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
process processes

process (en)

  1. η διαδικασία
    ⮡  The process is not very complicated.
    Η διαδικασία δεν είναι πολύ περίπλοκη.
    ⮡  Learning a foreign language is a slow process.
    Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι αργή διαδικασία.
  2. (πληροφορική) η διεργασία
     συνώνυμα: task
    δείτε επίσης: Process (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας process
γ΄ ενικό ενεστώτα processes
αόριστος processed
παθητική μετοχή processed
ενεργητική μετοχή processing

process (en)

  1. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, πρώτες ύλες
    ⮡  They process cheese/waste.
    Επεξεργάζονται τυρί/άχρηστα υλικά.
  2. διεκπεραιώνω, μια αίτηση, ένα έγγραφο, κτλ.
    ⮡  I am processing the papers.
    Διεκπεραιώνω τα έγγραφα.
  3. καταλαβαίνω το νόημα κάτι που έχει συμβεί ή ειπωθεί
    ⮡  When he talks fast, I can’t process what he’s saying.
    Όταν μιλάει γρήγορα, δεν καταλαβαίνω τι λέει.
ενεστώτας process
γ΄ ενικό ενεστώτα processes
αόριστος processed
παθητική μετοχή processed
ενεργητική μετοχή processing

process (en)

  • παρελαύνω, βαδίζω σε πομπή
    ⮡  They processed through the streets of Athens.
    Παρέλασαν στους δρόμους της Αθήνας.