prince
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prince | princes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prince (en)
- o πρίγκιπας (τίτλος ευγενείας)
- ο πρίγκιπας, το πριγκιπόπουλο, το βασιλόπουλο
- (μεταφορικά) άνθρωπος σπουδαίος σε κάποιον τομέα
- κοινή ονομασία ενός μανιταριού (Agaricus augustus)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prince | princes |
θηλυκό | princesse | princesses |
prince (fr) αρσενικό
- ο πρίγκιπας
- το βασιλόπουλο
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prince αρσενικό
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Παλαιά γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (παλαιά γαλλικά)