plaidoirie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
plaidoirie plaidoiries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plaidoirie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]