pitch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pitch pitches

pitch (en)

  1. το γήπεδο
  2. το κατράμι, πίσσα
  3. ο τόνος, η τονικότητα
    in high/low pitch: σε υψηλή/χαμηλή τονικότητα
  4. πρόνευση, προνευστασμός*, (λαϊκότροπο: σκαμπανέβασμα)
    Αντώνυμα: roll, rolling → διατοίχιση, διατοιχισμός, (λαϊκότροπα: μπότζι, σάλος)
    Αντώνυμα: yaw, yawing → (ναυσιπλοΐα) στροφική οριζόντια κίνηση, στροφική οριζόντια ταλάντωση, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα· (αεροναυπηγική) κλίση, πλαγιολίσθηση πτέρυγας, εκτροπή πτέρυγας, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής πορείας, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής διεύθυνσης
  5. μονόλογος πλασιέ, διαφημιστική ομιλία και παρουσίαση, ομιλία πωλητή όταν σε "ψήνει" ν' αγοράσεις κάτι
  6. (μεταφορά από την σημασία «μονόλογος πλασιέ») "ψήσιμο" γκόμενας
  7. κλυδωνισμός
  8. ρίψη, βολή
  9. κλίση οροφής

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας pitch
γ΄ ενικό ενεστώτα pitches
αόριστος pitched
παθητική μετοχή pitched
ενεργητική μετοχή pitching

pitch (en)

  1. πετάω, ρίχνω
  2. (αμετάβατο) πετάω βαριά σε ιδιαίτερη κατεύθυνση
    ⮡  He tripped on a root and pitched forward.
    Σκόνταψε σε μια ρίζα κι έπεσε με το κεφάλι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fall
  3. (μεταφορικά) κάνω μία προσφορά, τσιμπάω
  4. (για πλοίο) κλυδωνίζομαι, σκαμπανεβάζω
  5. στήνω (π.χ. σκηνή)
  6. ρυθμίζω τον τόνο