pitch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pitch | pitches |
pitch (en)
- το γήπεδο
- το κατράμι, πίσσα
- ο τόνος, η τονικότητα
- in high/low pitch: σε υψηλή/χαμηλή τονικότητα
- πρόνευση, προνευστασμός*, (λαϊκότροπο: σκαμπανέβασμα)
- Αντώνυμα: roll, rolling → διατοίχιση, διατοιχισμός, (λαϊκότροπα: μπότζι, σάλος)
- Αντώνυμα: yaw, yawing → (ναυσιπλοΐα) στροφική οριζόντια κίνηση, στροφική οριζόντια ταλάντωση, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα· (αεροναυπηγική) κλίση, πλαγιολίσθηση πτέρυγας, εκτροπή πτέρυγας, περιστροφή γύρω από κατακόρυφο άξονα, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής πορείας, ταλάντευση αριστερά-δεξιά επί της ευθείας/γραμμής διεύθυνσης
- μονόλογος πλασιέ, διαφημιστική ομιλία και παρουσίαση, ομιλία πωλητή όταν σε "ψήνει" ν' αγοράσεις κάτι
- (μεταφορά από την σημασία «μονόλογος πλασιέ») "ψήσιμο" γκόμενας
- κλυδωνισμός
- ρίψη, βολή
- κλίση οροφής
Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pitch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pitches |
αόριστος | pitched |
παθητική μετοχή | pitched |
ενεργητική μετοχή | pitching |
pitch (en)
- πετάω, ρίχνω
- (αμετάβατο) πετάω βαριά σε ιδιαίτερη κατεύθυνση
- (μεταφορικά) κάνω μία προσφορά, τσιμπάω
- (για πλοίο) κλυδωνίζομαι, σκαμπανεβάζω
- στήνω (π.χ. σκηνή)
- ρυθμίζω τον τόνο
Πηγές
[επεξεργασία]- pitch (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pitch (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω