papo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βασκικά (eu)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]papo (eu)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | papo | papoj |
αιτιατική | papon | papojn |
papo (eo)
- ο πάπας