palisade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
palisade | palisades |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]palisade (en)
- η πασσαλοστοιχία, η υλοστοιχία· φράκτης αποτελούμενος από μεγάλους πασσάλους