puni
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | puni | punis |
θηλυκό | punie | punies |
puni (fr)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα puni | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | punas | punanta | punata |
αόριστος | punis | puninta | punita |
μέλλοντας | punos | punonta | punota |
υποθετική | punus | - | - |
προστακτική | punu | - | - |
puni (eo)