pták

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ptak

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pták (cs) αρσενικό

  1. το πτηνό, το πουλί
  2. (οικείο) το πουλί (γεννητικό όργανο)