laitance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
laitance laitances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

laitance (fr) θηλυκό

  1. μαλακή λευκή ουσία που αποτελείται από το σπέρμα των ψαριών
  2. (οικοδομική) ασπρειδερό στρώμα, αποτελούμενο από τσιμέντο, που εμφανίζεται μερικές φορές στην επιφάνεια του μπετόν