kilogram

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kilogram (en) και kilo

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kilogram (pl) αρσενικό

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kilogram (sk) αρσενικό

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kilogram (cs) αρσενικό

  1. το χιλιόγραμμο (η βασική μονάδα μάζας)
  2. το κιλό