introversion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
introversion introversions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

introversion (fr) θηλυκό