installer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
installer | installers |
installer
- ο εγκαταστάτης
- (πληροφορική) το πρόγραμμα εγκατάστασης
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- installer στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]installer (fr)