hindsight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈhaɪndˌsaɪt/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- κάτι που διαπιστώνω εκ των υστέρων
- ↪ In hindsight, he proved himself a fraud.
- Εκ των υστέρων αποδείχτηκε απατεώνας.
- ↪ With hindsight, I see how I was wrong.
- Εκ των υστέρων βλέπω πως είχα άδικο.
- ↪ In hindsight, he proved himself a fraud.