headphone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
headphone headphones
A pair of headphones.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

headphone (en)

  • το ένα από τα δύο ακουστικά μιας συσκευής που φοριέται στο κεφάλι