hang

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hang hangs

hang (en)

  • (μόνο ενικός) η εφαρμογή, ο τρόπος με τον οποίο πέφτει ή κινείται ένα φόρεμα, ένα κομμάτι ύφασμα κτλ.
    ⮡  the hang of the skirt/coat - η εφαρμογή της φούστας/του σακακιού

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας hang
γ΄ ενικό ενεστώτα hangs
αόριστος hung, hanged
παθητική μετοχή hung, hanged
ενεργητική μετοχή hanging
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
hanged χρησιμοποιείται μόνο με την έννοια του απαγχονίζω

hang (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρεμάω κάτι, ή κρέμομαι, ώστε το κάτω μέρος να είναι ελεύθερο ή χαλαρό
    ⮡  They hung their coats on the hooks.
    Κρέμασαν τα παλτά τους στις κρεμάστρες.
    ⮡  A chandelier was hanging from the ceiling.
    Ένας πολυέλαιος κρεμόταν από την οροφή.
     συνώνυμα: suspend
  2. (αμετάβατο) πέφτω, κρεμιέμαι, για μαλλιά ή κάποιο υλικό
    ⮡  Her hair hung to her shoulders.
    Τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της.
    ⮡  The curtain hung to the floor.
    Η κουρτίνα έπεφτε ως το πάτωμα.
     συνώνυμα:  come down, droop, fall και sit
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρεμάω, κρέμομαι, που γέρνει προς τα κάτω
    ⮡  a dog with his tongue hanging out - ένα σκυλί με τη γλώσσα του κρεμασμένη έξω
    ⮡  He hung his rifle over his shoulder.
    Κρέμασε το όπλο του στον ώμο.
    ⮡  I hang my head out of shame.
    Σκύβω το κεφάλι μου από ντροπή.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) απαγχονίζω, κρεμάω
    ⮡  He was hanged for murder.
    Απαγχονίστηκε/κρεμάστηκε για φόνο.
    ⮡  They will hang him for what he did.
    Θα τον κρεμάσουν γι' αυτό που έκανε.
  5. (αμετάβατο, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) κάνω παρέα, περνάω τον χρόνο μου χαλαρώνοντας μόνος μου ή με άλλους
    ⮡  In London, I hung daily with some of the most famous actors.
    Στο Λονδίνο έκανα κάθε μέρα παρέα με μερικούς από τους διασημότερους ηθοποιούς.
    ⮡  He hangs out with all sorts of people.
    Κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους.
    ⮡  The boys he’s hanging out with are bums.
    Τα παιδιά που κάνει παρέα είναι αλήτες.
    ⮡  He is completely unsociable, he doesn’t hang out with anyone.
    Είναι εντελώς ακοινώνητος, δεν κάνει με κανέναν παρέα.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) κρεμάω κάτι, ειδικά μια εικόνα, σε ένα γάντζο σε έναν τοίχο
    ⮡  I am hanging a picture on the wall.
    Κρεμάω μια εικόνα στον τοίχο.
  7. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) κρέμομαι, διακοσμώ ένα μέρος τοποθετώντας πίνακες κτλ. σε έναν τοίχο, ένα παράθυρο κτλ.
    ⮡  The walls were hung with modern paintings.
    Στους τοίχους κρέμονταν μοντέρνοι πίνακες.
    ⮡  The windows were hung with curtains.
    Στα παράθυρα κρέμονταν κουρτίνες.
  8. (μεταβατικό) τοποθετώ μια πόρτα
    ⮡  I am hanging a door on hinges.
    Τοποθετώ μια πόρτα στους μεντεσέδες.
  9. (μεταβατικό) βάζω ταπετσαρία
    ⮡  I am hanging wallpaper in the room.
    Βάζω ταπετσαρία στο δωμάτιο.
  10. (αμετάβατο) κρέμομαι πάνω από, που μένει στον αέρα
    ⮡  A light mist hung over the forest.
    Μια ελαφρή ομίχλη κρεμόταν πάνω από το δάσος.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hang (hu)