hang
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hang | hangs |
hang (en)
- (μόνο ενικός) η εφαρμογή, ο τρόπος με τον οποίο πέφτει ή κινείται ένα φόρεμα, ένα κομμάτι ύφασμα κτλ.
- ⮡ the hang of the skirt/coat - η εφαρμογή της φούστας/του σακακιού
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hang |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hangs |
αόριστος | hung, hanged |
παθητική μετοχή | hung, hanged |
ενεργητική μετοχή | hanging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
hanged χρησιμοποιείται μόνο με την έννοια του απαγχονίζω |
hang (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρεμάω κάτι, ή κρέμομαι, ώστε το κάτω μέρος να είναι ελεύθερο ή χαλαρό
- (αμετάβατο) πέφτω, κρεμιέμαι, για μαλλιά ή κάποιο υλικό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρεμάω, κρέμομαι, που γέρνει προς τα κάτω
- ⮡ a dog with his tongue hanging out - ένα σκυλί με τη γλώσσα του κρεμασμένη έξω
- ⮡ He hung his rifle over his shoulder.
- Κρέμασε το όπλο του στον ώμο.
- ⮡ I hang my head out of shame.
- Σκύβω το κεφάλι μου από ντροπή.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απαγχονίζω, κρεμάω
- ⮡ He was hanged for murder.
- Απαγχονίστηκε/κρεμάστηκε για φόνο.
- ⮡ They will hang him for what he did.
- Θα τον κρεμάσουν γι' αυτό που έκανε.
- ⮡ He was hanged for murder.
- (αμετάβατο, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) κάνω παρέα, περνάω τον χρόνο μου χαλαρώνοντας μόνος μου ή με άλλους
- ⮡ In London, I hung daily with some of the most famous actors.
- Στο Λονδίνο έκανα κάθε μέρα παρέα με μερικούς από τους διασημότερους ηθοποιούς.
- ⮡ He hangs out with all sorts of people.
- Κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους.
- ⮡ The boys he’s hanging out with are bums.
- Τα παιδιά που κάνει παρέα είναι αλήτες.
- ⮡ He is completely unsociable, he doesn’t hang out with anyone.
- Είναι εντελώς ακοινώνητος, δεν κάνει με κανέναν παρέα.
- ⮡ In London, I hung daily with some of the most famous actors.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κρεμάω κάτι, ειδικά μια εικόνα, σε ένα γάντζο σε έναν τοίχο
- ⮡ I am hanging a picture on the wall.
- Κρεμάω μια εικόνα στον τοίχο.
- ⮡ I am hanging a picture on the wall.
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) κρέμομαι, διακοσμώ ένα μέρος τοποθετώντας πίνακες κτλ. σε έναν τοίχο, ένα παράθυρο κτλ.
- ⮡ The walls were hung with modern paintings.
- Στους τοίχους κρέμονταν μοντέρνοι πίνακες.
- ⮡ The windows were hung with curtains.
- Στα παράθυρα κρέμονταν κουρτίνες.
- ⮡ The walls were hung with modern paintings.
- (μεταβατικό) τοποθετώ μια πόρτα
- ⮡ I am hanging a door on hinges.
- Τοποθετώ μια πόρτα στους μεντεσέδες.
- ⮡ I am hanging a door on hinges.
- (μεταβατικό) βάζω ταπετσαρία
- ⮡ I am hanging wallpaper in the room.
- Βάζω ταπετσαρία στο δωμάτιο.
- ⮡ I am hanging wallpaper in the room.
- (αμετάβατο) κρέμομαι πάνω από, που μένει στον αέρα
- ⮡ A light mist hung over the forest.
- Μια ελαφρή ομίχλη κρεμόταν πάνω από το δάσος.
- ⮡ A light mist hung over the forest.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- hang (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hang (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 88, 348, 479, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαγχονίζω, εφαρμογή, κρέμομαι, κρεμώ, πέφτω
Ουγγρικά (hu)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hang (hu)