halka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

halka (tr)

  1. κύκλος
  2. χαλκάς, δαχτυλίδι ή στρογγυλό σκουλαρίκι
  3. ξύλινο ή μεταλλικό στεφάνι σύσφιγξης (πχ για βαρέλια)