hélice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.lis/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hélice hélices

hélice (fr) θηλυκό