groin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]groin (en)
- o βουβώνας, η βουβωνική χώρα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
groin | groins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]groin (fr) αρσενικό
- η μουσούδα του γουρουνιού