grilled

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός grilled
συγκριτικός more grilled
υπερθετικός most grilled

Επίθετο

[επεξεργασία]

grilled (en)

  • (γαστρονομία) στη σχάρα, της σχάρας, ψημένος, που τον έχουν ψήσει στη σχάρα
    grilled pork chop - μπριζόλα χοιρινή στη σχάρα
    grilled lamb chops - παγιδάκια αρνίσια στη σχάρα
    grilled chicken fillet served with rice and vegetables - φιλέτο κοτόπουλο σχάρας σερβίρεται με ρύζι και λαχανικά
    grilled steaks/potatoes - ψημένες μπριζόλες/πατάτες