grappe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- grappe < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική grape, crape < φραγκική *krappa (άγκιστρο)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grappe | grappes |
grappe (fr) θηλυκό
- το τσαμπί