graft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
graft | grafts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]graft (en)
- το μπόλι
- (ιατρική) το μόσχευμα
- ⮡ The graft is often expelled as a foreign body.
- Το μόσχευμα συχνά αποβάλλεται ως ξένο σώμα.
- ⮡ The graft is often expelled as a foreign body.
- (μη μετρήσιμο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) η δωροδοκία, ο χρηματισμός, η χρήση παράνομων ή αθέμιτων μεθόδων για την απόκτηση πλεονεκτημάτων στις επιχειρήσεις, την πολιτική κτλ.· τα χρήματα που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο
- ⮡ graft and corruption - δωροδοκία και διαφθορά
- ⮡ There is evidence concerning felony charges in relation to graft.
- Τα στοιχεία που υπάρχουν αφορούν κακουργηματικές κατηγορίες σε σχέση με χρηματισμούς.
- → δείτε τη λέξη bribery