graft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
graft grafts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

graft (en)

  1. το μπόλι
  2. (ιατρική) το μόσχευμα
    ⮡  The graft is often expelled as a foreign body.
    Το μόσχευμα συχνά αποβάλλεται ως ξένο σώμα.
  3. (μη μετρήσιμο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) η δωροδοκία, ο χρηματισμός, η χρήση παράνομων ή αθέμιτων μεθόδων για την απόκτηση πλεονεκτημάτων στις επιχειρήσεις, την πολιτική κτλ.· τα χρήματα που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο
    ⮡  graft and corruption - δωροδοκία και διαφθορά
    ⮡  There is evidence concerning felony charges in relation to graft.
    Τα στοιχεία που υπάρχουν αφορούν κακουργηματικές κατηγορίες σε σχέση με χρηματισμούς.
    → δείτε τη λέξη bribery