gentile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gentile | gentili |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡ʒenˈti.le/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]gentile (it)
Πηγές
[επεξεργασία]- gentile - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).