gentile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gentile gentili

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gentile < λατινική gentilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ʒenˈti.le/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

gentile (it)

  1. αγαθός
  2. συμπαθητικός
  3. ευγενικός