gender

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
gender genders

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gender (en)

  1. η ταυτότητα φύλου, το σύνολο των κοινωνικών χαρακτηριστικών του φύλου, αρσενικού ή θηλυκού
  2. (γραμματική) το γένος