fruor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰruHg- (χρησιμοποιώ, απολαμβάνω)

fruor (+ αφαιρετική)