fourrage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fourrage fourrages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fourrage (fr) αρσενικό