fire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]fire < μέση αγγλική fier < αγγλοσαξονική fyr
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fire | fires |
fire (en)
- (μη μετρήσιμο) η φωτιά, οι φλόγες, το φως και η θερμότητα, και συχνά ο καπνός, που παράγονται όταν κάτι καίγεται
- ↪ The invention of fire was an important step for civilization.
- Η επινόηση της φωτιάς ήταν σημαντικό βήμα για τον πολιτισμό.
- ↪ They saw the fire from afar and got closer.
- Είδαν τη φωτιά από μακριά και πλησίασαν.
- ↪ The invention of fire was an important step for civilization.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πυρκαγιά, η φωτιά, φλόγες που είναι εκτός ελέγχου και καταστρέφουν κτίρια, δέντρα κτλ.
- ↪ escape routes in case of a fire - οδεύσεις διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς
- ↪ The fire burned the forest.
- Η φωτιά έκαψε το δάσος.
- ↪ The firefighters put out/control/contained the fire.
- Οι πυροσβέστες έσβησαν/ελέγχουν/περιόρισαν τη φωτιά.
- (μετρήσιμο) η φωτιά, ένας σωρός καυσίμων που καίγονται, όπως ξύλο ή κάρβουνο, που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα φαγητού ή τη θέρμανση ενός δωματίου
- ↪ Throw wood on the fire so it doesn’t go out.
- Ρίξε ξύλα στη φωτιά για να μη σβήσει.
- ↪ Throw wood on the fire so it doesn’t go out.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fires |
αόριστος | fired |
παθητική μετοχή | fired |
ενεργητική μετοχή | firing |
fire (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, πυροβολώ, εκπυρσοκροτώ, πυροβολώ σφαίρες κτλ. από πυροβόλο ή άλλο όπλο
- ↪ They are firing shells at a town.
- Ρίχνουν οβίδες σε μια πόλη.
- ↪ I fire a warning shot.
- Ρίχνω μια προειδοποιητική βολή.
- ↪ without firing a shot - χωρίς να ρίξουν τουφεκιά
- ↪ He ordered his men to fire.
- Διέταξε τους άνδρες του να πυροβολήσουν.
- ↪ The gun didn’t fire.
- Το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε.
- ≈ συνώνυμα: shoot
- ↪ They are firing shells at a town.
- (μεταβατικό) απολύω, διώχνω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
- ↪ They fired him from his position.
- Τον απόλυσαν από τη θέση του.
- ↪ They fired him from the bank.
- Τον έδιωξαν από την τράπεζα.
- ↪ They fired her from her job.
- Tην πέταξαν από τη δουλειά της.
- ≈ συνώνυμα: axe, can, discharge, dismiss, downsize, give the axe, give someone the boot, lay off, let go, sack και terminate
- ↪ They fired him from his position.
Πηγές
[επεξεργασία]- fire (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fire (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 106, 243, 272, 697, 762, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: απολύω, διώχνω, εκπυρσοκροτώ, πετώ, πυροβολώ, ρίχνω
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]fire (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]fire (no)