enrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | enrage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enrages |
αόριστος | enraged |
παθητική μετοχή | enraged |
ενεργητική μετοχή | enraging |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]enrage (en)
- εξοργίζω
- ↪ These people enrage me.
- Αυτοί οι άνθρωποι με εξοργίζουν.
- ↪ These people enrage me.