engagement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Engagement
      ενικός         πληθυντικός  
engagement engagements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

engagement (en)

  1. ο αρραβώνας
    ⮡  They made their engagement official.
    Επισημοποίησαν τον αρραβώνα τους.
    ⮡  They announced/broke off their engagement.
    Ανάγγειλαν/Διέλυσαν τον αρραβώνα τους.
    ⮡  Their engagement lasted three years.
    Ο αρραβώνας τους κράτησε τρία χρόνια.
  2. η δέσμευση, η υποχρέωση, κάτι που έχω δεσμευτεί/υποσχεθεί να κάνω
    ⮡  I have other engagements I made beforehand.
    Έχω άλλες δεσμεύσεις που προηγούνται.
    ⮡  social/professional engagements - κοινωνικές/επαγγελματικές υποχρεώσεις
     συνώνυμα: commitment
  3. (μη μετρήσιμο, επίσημο) το μπλέξιμο, το να μπλέκω σε κάτι
    ⮡  his engagement in politics - το μπλέξιμό του με την πολιτική
  4. η εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων, σύγκρουση



      ενικός         πληθυντικός  
engagement engagements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

engagement (fr) αρσενικό

  1. η υπόσχεση, η αφιέρωση κάποιου σε κάτι, η δέσμευση
  2. (αθλητισμός) η εισαγωγή μιας μπάλας στο γήπεδο, η αρχή ενός παιχνιδιού
  3. (στρατιωτικός όρος) η στράτευση, η εμπλοκή