engagement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
engagement | engagements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]engagement (en)
- ο αρραβώνας
- ⮡ They made their engagement official.
- Επισημοποίησαν τον αρραβώνα τους.
- ⮡ They announced/broke off their engagement.
- Ανάγγειλαν/Διέλυσαν τον αρραβώνα τους.
- ⮡ Their engagement lasted three years.
- Ο αρραβώνας τους κράτησε τρία χρόνια.
- ⮡ They made their engagement official.
- η δέσμευση, η υποχρέωση, κάτι που έχω δεσμευτεί/υποσχεθεί να κάνω
- ⮡ I have other engagements I made beforehand.
- Έχω άλλες δεσμεύσεις που προηγούνται.
- ⮡ social/professional engagements - κοινωνικές/επαγγελματικές υποχρεώσεις
- ≈ συνώνυμα: commitment
- ⮡ I have other engagements I made beforehand.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) το μπλέξιμο, το να μπλέκω σε κάτι
- ⮡ his engagement in politics - το μπλέξιμό του με την πολιτική
- η εμπλοκή στρατιωτικών δυνάμεων, σύγκρουση
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
engagement | engagements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]engagement (fr) αρσενικό
- η υπόσχεση, η αφιέρωση κάποιου σε κάτι, η δέσμευση
- (αθλητισμός) η εισαγωγή μιας μπάλας στο γήπεδο, η αρχή ενός παιχνιδιού
- (στρατιωτικός όρος) η στράτευση, η εμπλοκή