exposé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exposé < exposer
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exposé | exposés |
θηλυκό | exposée | exposées |
exposé (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
exposé | exposés |
exposé (fr) αρσενικό
- έκθεση γεγονότων, καταστάσεων κλπ
- γραπτή παρουσίαση ενός θέματος με κείμενο και φωτογραφίες