exposé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
exposé < exposer

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό exposé exposés
θηλυκό exposée exposées

exposé (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
exposé exposés

exposé (fr) αρσενικό

  1. έκθεση γεγονότων, καταστάσεων κλπ
  2. γραπτή παρουσίαση ενός θέματος με κείμενο και φωτογραφίες