doryphore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
doryphore | doryphores |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]doryphore (fr) αρσενικό
- (ζωολογία) δορυφόρος
ενικός | πληθυντικός |
doryphore | doryphores |
doryphore (fr) αρσενικό