dormoĉambro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dormoĉambro | dormoĉambroj |
αιτιατική | dormoĉambron | dormoĉambrojn |
dormoĉambro (eo)
- το υπνοδωμάτιο