discrétion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dis.kʁe.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
discrétion | discrétions |
discrétion (fr) θηλυκό
- η διακριτικότητα, η εχεμύθεια, η διάκριση