discrétion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
discrétion < λατινική discretio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dis.kʁe.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
discrétion discrétions

discrétion (fr) θηλυκό