dilemma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dilemma | dilemmas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dilemma (en)
- το δίλημμα
- ↪ Don’t stress me out with non-existent dilemmas.
- Μη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα.
- ↪ Don’t stress me out with non-existent dilemmas.