decay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
decay | decays |
decay (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | decay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decays |
αόριστος | decayed |
παθητική μετοχή | decayed |
ενεργητική μετοχή | decaying |
decay (en)
- παρακμάζω, φθίνω, σαπίζω
- αποσυντίθεμαι
- ⮡ The organic matter that decays will attract insects.
- Η οργανική ύλη που αποσυντίθεται θα προσελκύσει τα έντομα.
- ⮡ The organic matter that decays will attract insects.