damné

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
damné damnés

Επίθετο

[επεξεργασία]

damné (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κολασμένος
     αντώνυμα: béni, providentiel
  2. δυσάρεστος
     συνώνυμα: foutu, maudit, sacré, sale, satané