connected

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός connected
συγκριτικός more connected
υπερθετικός most connected

connected (en)

  • συνδέομαι, για δύο ή περισσότερα πράγματα ή άτομα που έχουν σύνδεσμο μεταξύ τους
    ⮡  He was connected with us by marriage.
    Συνδέεται μαζί μας διά γάμου.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

connected (en)