collapse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
collapse | collapses |
collapse (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | collapse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | collapses |
αόριστος | collapsed |
παθητική μετοχή | collapsed |
ενεργητική μετοχή | collapsing |
collapse (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- collapse (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- collapse (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 430, 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταρρέω, πέφτω