cast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cast | casts |
cast (en)
- το καστ, το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια παράσταση
- το καλούπι, ένα δοχείο με συγκεκριμένο σχήμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενός αντικειμένου
- η αποτύπωση από ή σε καλούπι
- η ριξιά
- ↪ a cast of the die - μια ριξιά στα ζάρια
- το γύψος για κατάγματα
- ↪ They put his hand in a cast.
- Έβαλαν το χέρι του στο γύψο.
- ↪ They put his hand in a cast.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | casts |
αόριστος | cast |
παθητική μετοχή | cast |
ενεργητική μετοχή | casting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
cast (en)
- (μεταβατικό) ρίχνω, κοιτάζω, χαμογελώ κτλ. προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ↪ I cast my eye on someone or something.
- Ρίχνω τα μάτια μου σε κάποιον ή κάτι.
- ↪ She cast him a look that paralyzed him.
- Του έριξε μια ματιά που τον παρέλυσε.
- ↪ I cast my eye on someone or something.
- (μεταβατικό, κυριολεκτικά) σκιάζω, ρίχνω σκιά ή φως, κάνω το φως, μια σκιά κτλ. να εμφανίζεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ↪ This tree casts a shadow on the house.
- Αυτό το δέντρο σκιάζει το σπίτι.
- ↪ This tree casts a shadow on the house.
- (μεταβατικό, μεταφορικά) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι, λέω, κάνω ή προτείνω κάτι που κάνει τους ανθρώπους να αμφιβάλλουν για μένα ή να πιστεύουν ότι είμαι λιγότερο ειλικρινής, καλός κτλ.
- ↪ This casts a shadow over his reputation.
- Αυτό ρίχνει μια σκιά πάνω στην υπόληψή του.
- ↪ A new war cast its shadow over Europe.
- Ένας νέος πόλεμος έριχνε τον ίσκιο του πάνω από την Ευρώπη.
- ↪ The news cast a chill on the class.
- Τα νέα έριξαν μια παγωμάρα στην τάξη.
- ↪ This casts a shadow over his reputation.
- (μεταβατικό) ρίχνω την ψήφο, ψηφίζω κάποιον ή κάτι
- ↪ I am casting my vote.
- Ρίχνω την ψήφο μου.
- ↪ I am casting my vote.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω τη μια άκρη μιας πετονιάς ή ενός δικτύου σε ένα ποτάμι κτλ.
- ↪ I cast the nets (into the water).
- Ρίχνω τα δίκτυα.
- ↪ I cast the nets (into the water).
- (μεταβατικό, λογοτεχνικό) ρίχνω, πετάω κάποιον ή κάτι κάπου, ειδικά χρησιμοποιώντας δύναμη
- (μεταβατικό) ρίχνω, ένα φίδι ρίχνει το δέρμα του, το δέρμα βγαίνει ως μέρος μιας φυσικής διαδικασίας
- καλουπώνω ή φτιάχνω καλούπι
- βάζω γύψο σε μέλος με κάταγμα
- (πληροφορική) μεταβάλω τον τύπο δεδομένων (data type) μιας μεταβλητής (variable)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- cast - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771, 797. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω, σκιάζω