case

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

case < απώτατη αρχή, η λατινική casus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
case cases

case (en)

  1. (μετρήσιμο) η περίπτωση, το κρούσμα, μια συγκεκριμένη κατάσταση ή μια κατάσταση συγκεκριμένου τύπου
    in many/more cases - σε πολλές περιπτώσεις
    in most cases - στις περισσότερες περιπτώσεις
    in rare cases - σε σπάνιες περιπτώσεις
    in one case/in another case - σε μια περίπτωση/σε μια άλλη περίπτωση
    an isolated case - μια μεμονωμένη περίπτωση
    in nine out of ten cases - εννιά στις δέκα περιπτώσεις
    in either case - είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση
    a case of legitimate self-defense - περίπτωση νομικής άμυνας
    a case of absolute necessity - περίπτωση ανωτέρας βίας
    That is a easy/difficult case.
    Είναι εύκολη/δύσκολη περίπτωση.
    That’s a completely different case.
    Αυτή είναι εντελώς άλλη περίπτωση.
    repeated cases of political censorship - αλλεπάλληλα κρούσματα πολιτικής λογοκρισίας
  2. (μόνο ενικός, the case) η περίπτωση, το ζήτημα, η πραγματική κατάσταση
    Well, that’s the case.
    Λοιπόν, αυτή 'ναι η περίπτωση.
    That’s the case.
    Αυτό είναι το ζήτημα.
    If that’s the case
    Αν έχουν έτσι τα πράγματα…/Αν συμβαίνει αυτό…
  3. η περίπτωση, η υπόθεση, θέμα που διερευνάται επίσημα, ειδικά από την αστυνομία
    It is a clear case of fraud.
    Είναι καθαρή περίπτωση/υπόθεση απάτης.
  4. (νομικός όρος) η υπόθεση, το θέμα, δίκη ή αντικείμενο δίκης
    a divorce case - υπόθεση διαζυγίου
    Your case is coming up next week.
    Η υπόθεσή σου θα εκδικαστεί την ερχόμενη εβδομάδα.
  5. (επιδημιολογία) η περίπτωση, το κρούσμα, το γεγονός ότι κάποιος έχει ασθένεια ή τραυματισμό· ένα άτομο που έχει ασθένεια ή τραυματισμό
    several cases of pneumonia - πολλές περιπτώσεις πνευμονίας
    many cases of cholera - πολλά κρούσματα χολέρας
  6. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) η πτώση
    the nominative/genitive/accusative case - η ονομαστική/γενική/αιτιατική πτώση

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

(πληροφορική):

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Κουτί υπολογιστή (case)

case < απώτατη αρχή, η λατινική capsa

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
case cases

case (en)

  1. (συνήθως σε σύνθετα) η θήκη, το κουτί, το κιβώτιο, η κάσα, ένα δοχείο ή κάλυμμα που χρησιμοποιείται για την προστασία ή την αποθήκευση πραγμάτων
    a glass case - γυάλινη θήκη
    a glasses case - θήκη γυαλιών
    a pillow case - μαξιλαροθήκη
    I bought a case of beers.
    Αγόρασα μια κάσα μπίρες.
  2. (υλικό υπολογιστή) το σιδερένιο κουτί (θήκη) που περιέχει τα εξαρτήματα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή άλλης ηλεκτρικής συσκευής)
     συνώνυμα: casing, chassis
    → δείτε τη λέξη SECC

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

(πληροφορική):



      ενικός         πληθυντικός  
case cases

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

case (fr) θηλυκό

  1. τμήμα, μέρος
  2. κουτί, θήκη
    → δείτε τη λέξη casier
  3. πρόχειρα κατασκευασμένο σπίτι, π.χ. από λαμαρίνες, ξύλο, άχυρο, κ.λπ.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]