brioso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]brioso (fr)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- brioso < bri(o) + -oso
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μπριόζος
Επίρρημα
[επεξεργασία]brioso (it)