benighted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

benighted (en)

  1. που βρίσκεται στο σκοτάδι
  2. νυχτωμένος
  3. (μεταφορικά) αμόρφωτος, χωρίς πνευματικές ανησυχίες