barring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρόθεση

[επεξεργασία]

barring (en)

  • εκτός (από)
    We will arrive at noon barring the unexpected.
    Θα φτάσουμε το μεσημέρι εκτός απροόπτου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

barring (en)