but-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
but- < γαλλική butte

but- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: τύμβος

Παράγωγα

[επεξεργασία]