bump
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bump | bumps |
bump (en)
- η ελαφρά σύγκρουση
- η προεξοχή σε μια επιφάνεια
- το καρούμπαλο
- η φουσκωμένη κοιλιά μιας εγκύου
- η προσωρινή αύξηση σε μια ποσότητα καθώς φαίνεται σε ένα γράφημα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bump |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bumps |
αόριστος | bumped |
παθητική μετοχή | bumped |
ενεργητική μετοχή | bumping |
bump (en)
- συγκρούομαι τρέχοντας